Ακυρος στόχος: Ένας άκυρος στόχος, σε αγώνα πήλινου στόχου, συνήθως επειδή είναι σπασμένος όταν απελευθερώνεται, είτε διότι δεν εκτοξεύεται ή εκτοξεύεται πριν από την κλήση των σκοπευτών.
Άστοχη βολή: Ο χαρακτηρισμός βολής που ο σκοπευτής δεν έχει πετύχει.
Βάρος σκανδάλης (Trigger pull weight): Η ελάχιστη πίεση που πρέπει να ασκηθεί στη σκανδάλη ώστε να γίνει η βολή.
Βατήρας: Η θέση όπου στέκονται οι σκοπευτές όταν βάλλουν κατά των στόχων τους.
Γεμιστήρας: Θήκη ορισμένου αριθμού φυσιγγιών, η οποία τοποθετείται στο πυροβόλο όπλο και πρέπει να αφαιρείται και να ξαναγεμίζεται.
Γραμμή βολής: Η γραμμή όπου τοποθετούνται οι αγωνιζόμενοι σκοπευτές για να βάλλουν κατά των στόχων τους.
Διαμέτρημα: Η μέτρηση της διαμέτρου της κάνης ενός τουφεκίου ή ενός πιστολίου.
Διαμέτρημα λειόκανου: Μετρητής της διαμέτρου της κάνης ενός λειόκανου όπλου.
Διάμετρος κάνης: Η εσωτερική διάμετρος της κάνης όπλου.
Διπλό τραπ: Αγώνας σκοποβολής Πήλινου Στόχου κατά τον οποίο εκτοξεύονται ταυτόχρονα δύο πήλινοι στόχοι, και ο σκοπευτής πρέπει να ρίξει μία βολή σε κάθε στόχο.
Δοκιμαστικές βολές: Βολές προετοιμασίας που πραγματοποιούνται στην αρχή του αγώνα όπου ο σκοπευτής κάνει όλες τις απαραίτητες ρυθμίσεις. Οι δοκιμαστικές βολές δεν προσμετρούνται στην τελική βαθμολογία.
Εμπλοκή: Η δυσλειτουργία όπλου ή πυρομαχικών.
Ενεργοποίηση στόχου (Call for a target) : Η ηχητική εντολή εκτόξευσης του πήλινου στόχου.
Αεροβόλο όπλο: Ραβδωτό,πιστόλι ή τουφέκι που λειτουργεί με τη χρήση συμπιεσμένου αέρα και απελευθερώνει μολύβδινα βλήματα.
Εύστοχη βολή: Στόχος που έχει χτυπηθεί και έχει σπάσει από σκοπευτή
Θαλάμη: Η πίσω πλευρά της κάνης του όπλου, στην οποία τοποθετείται το φυσίγγι όταν γεμίζουμε το όπλο.
Κάλυμμα οφθαλμού: Εξαρτήματα που τοποθετούνται στα άκρα των σκοπευτικών γυαλιών, προκειμένου να αποτραπεί η διάσπαση της προσοχής του σκοπευτή που ενδέχεται να προκληθεί από κάποια κίνηση στα πλάγια.
Κάνη: Το κυλινδρικό τμήμα του όπλου.
Καταπακτή: Τσιμεντένια κατασκευή μεγάλου μήκους μπροστά από τη γραμμή βολής από όπου οι μηχανές εκτοξεύουν πήλινους στόχους, κατά τη διάρκεια των αγώνων σκοποβολής.
Κινούμενος στόχος: Αγώνας σκοποβολής κατά τον οποίο οι σκοπευτές βάλλουν σε στόχο που κινείται σε διαδρομή 2 μέτρων.
Κοντάκι: Το ξύλινο ή μεταλλικό μέρος ενός τουφεκιού από το οποίο εξαρτώνται η κάνη, ο μηχανισμός σκανδάλης κτλ..
Λειόκανο όπλο: Πυροβόλο τουφέκι το οποίο χρησιμοποιεί φυσίγγια με σκάγια.
Όπλο: Τουφέκι, πιστόλι ή λειόκανο όπλο.
Όπλο μικρού διαμετρήματος: Πυροβόλο όπλο διαμετρήματος 0,22, τουφέκι ή πιστόλι με ραβδώσεις στο εσωτερικό της κάνης του, προκειμένου να εξασφαλίσει η περιστροφική κίνηση του βλήματος για περισσότερη ακρίβεια στη βολή.
Περιφερειακή πυροδότηση: Πρόκειται για την περίπτωση φυσιγγίου όπου το καψύλλιο που αναφλέγει την πυρίτιδα βρίσκεται στην βρίσκεται στην βάση του κάλυκα.
Πήλινος στόχος: Πήλινος δίσκος που χρησιμοποιείται ως στόχος στους αγώνες σκοποβολής (Τραπ, Σκητ και Διπλό Τραπ).
Πιστόλι: Τύπος όπλου που όταν γίνεται βολή χρησιμοποιείται το ένα χέρι.
Σκητ: Αγώνας σκοποβολής πήλινου στόχου κατά τον οποίο οι στόχοι εκτοξεύονται από δύο καταπακτές (πύργους), με μεταξύ τους απόσταση περίπου 37 μέτρων, και ο σκοπευτής από διαφορετικούς βατήρες οι οποίοι σχηματίζουν τόξο, και βάλλει κατά των στόχων.
Στόχος: Ένα γράφημα με ομόκεντρους κύκλους τους οποίους στοχεύουν οι σκοπευτές.
Τουφέκι: Τύπος όπλου το οποίο κρατάμε με τα δύο χέρια για βολή σε στάση πρηνηδόν, ορθίως και γονυπετώς.
Τουφέκι Τριών Στάσεων: Αγώνας σκοποβολής κατά τον οποίο οι σκοπευτές βάλλουν σε στάση πρηνηδόν, ορθίως και γονυπετώς.
Τραπ: Αγώνας σκοποβολής κατά τον οποίο πήλινοι στόχοι εκτοξεύονται από μηχανές οι οποίες βρίσκονται μέσα σε μια καταπακτή.
Φυσίγγι: Πυρομαχικά για πυροβόλα όπλα.
Χαμηλός πύργος σκητ: Ο πύργος σκητ από όπου εκτοξεύονται οι στόχοι από χαμηλότερο σημείο σε σχέση με τον ψηλό πύργο σκητ.
Χάνει-βγαίνει (Shoot-off): Τρόπος λύσης ισοβαθμίας σε έναν αγώνα σκοποβολής.
Ψηλός πύργος σκητ: Ο πύργος σκητ από όπου εκτοξεύονται οι στόχοι από υψηλότερο σημείο σε σχέση με τον χαμηλό πύργο σκητ.